Bloomfield η οποία όμως δεν είχε διάρκεια παρά μόνο δυο χρόνια και που οι
γλωσσολόγοι όπως Lado, Fries, etc. συστηματοποίησαν στη συνέχεια μετά το
1950. Αυτή η μέθοδος αποτελούσε ένα κράμα της ψυχολογίας του
μπιχειβιουρισμού και της δομικής γλωσσολογίας.
Τη μέθοδο βασισμένη σε καταστάσεις (La méthode situationnelle), έχοντας
τις ρίζες της στους Palmer et Hornby. Η πρωτοτυπία αυτής της μεθόδου ήταν
η παρουσίαση και η πρακτική των συντακτικών δομών ανάλογα με την
κατάσταση επικοινωνίας. Η μάθηση της Ξ.Γ., υπέθετε τρεις διαδικασίες: πρώτα
ο μαθητής λαμβάνει τη γνώση, έπειτα την απομνημονεύει με την επανάληψη
και τελικά τη χρησιμοποιεί μέσα από την πρακτική μέχρι τη στιγμή που η
γνώση αυτή γίνει απόκτημα του, ως προσωπική δεξιότητα. Για το λόγο αυτό
πρέπει ο μαθητής να δημιουργεί αυτοματισμούς ώστε να είναι σε θέση να
απαντά σε μια Ξ.Γ., χωρίς να σκέφτεται τις δομές που έχει μάθει.
Την οπτικο-ακουστική μέθοδο (La méthode audio-visuelle) η οποία
‘λανσάρεται’ ως “le français fondamental” από το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας
της Γαλλίας, αισθανόμενο την απειλή ότι η Αγγλική γλώσσα τείνει να
επικρατήσει ως η γλώσσα επικοινωνίας παγκοσμίως, μετά το δεύτερο
Παγκόσμιο πόλεμο. Η συνοχή της οπτικο-ακουστικής μεθόδου ήταν
βασισμένη στην ταυτόχρονη χρήση της εικόνας και του ήχου που ήταν
μαγνητοφωνημένος. Στην πραγματικότητα, η μέθοδος αυτή χρησιμοποιούσε
μια ακολουθία εικόνων δυο ειδών: την επανακωδικοποίηση εικόνων που
μετέφραζαν την εκφώνηση, καθιστώντας ορατό το σημασιολογικό περιεχόμενο
των μηνυμάτων ή απεικόνιση καταστάσεων που προέβαλαν μια κατάσταση και
μη γλωσσικά χαρακτηριστικά όπως χειρονομίες, στάσεις, συναισθηματικές
καταστάσεις κλπ.
Την επικοινωνιακή προσέγγιση (L’approche communicative), η οποία
αναπτύχτηκε στη Γαλλία, κατά τη δεκαετία του 1970. Το ενδιαφέρον πολλών
ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, παιδαγωγών και ειδικών στη διδακτική των Ξ.Γ.
εστιάστηκε στις ανάγκες ενός κοινού που συνίστατο από ενήλικες, κυρίως
μετανάστες. Το 1971, με νόμο καθιερώθηκε η διαρκής εκπαίδευση
προσαρμόζοντας το σύστημα διδασκαλίας των Ξ.Γ. για ενήλικες ώστε αυτοί να
ενσωματωθούν στην αγορά εργασίας. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε η
Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για τη δημιουργία του Niveau Seuil και της
d’adultes en milieu professionnel.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μεθόδου εξαρτάται από το είδος της πληροφορίας
που παρουσιάζεται στο μαθητή και από τον τρόπο που αυτός θα επεξεργαστεί
την πληροφορία αυτή. Με αυτόν τον τρόπο ο εκπαιδευτικός της Ξ.Γ. γίνεται
“ένας σύμβουλος”. Οφείλει να χρησιμοποιεί “αυθεντικό” υλικό, δηλαδή υλικό
που δεν έχει σχεδιαστεί ή γραφεί μόνο για χρήση μέσα στην τάξη.
Χρησιμοποιούμε μέσα στην τάξη, κατά προτίμηση την Ξ.Γ., αλλά είναι δυνατή
η χρήση της μητρικής και η μετάφραση. Όσον αφορά τα τυχόν λάθη, αυτά
θεωρούνται αναπόφευκτα.